- φανεραί
- φανερόςvisiblefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανερᾶι — φανερᾷ , φανερός visible fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάγητος — εὐάγητος, ον (Α) (για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II] … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
ευκίνητος — η, ο (ΑΜ εὐκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται εύκολα και γρήγορα, ο γοργοκίνητος («γενόμενον δὲ εὐκίνητον», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ταχύς, ο σβέλτος («τινὰς μὲν τῶν εὐκινήτων πρὸ τοῡ τείχους καὶ τῆς τάφρου περενέβαλε», Πολ.) αρχ. μσν. 1. (για το… … Dictionary of Greek
φανέρ' — φανερά , φανερός visible neut nom/voc/acc pl φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc/acc dual φανερά̱ , φανερός visible fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φανερά , φανερός visible neut nom/voc/acc pl φανερέ , φανερός visible masc voc sg φανερέ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)